- ξόμπλι
- τό1) узор, вышивка;
με ξόμπλια — узорный, узорчатый;
2) образец, модель, рисунок;3) доказательство, знак, признак; 4) перен. сплетня
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
με ξόμπλια — узорный, узорчатый;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξόμπλι — ξόμπλι, το και ξόμπλιο, το (λ. λατ.) 1. παράδειγμα: Γιάντα ξόμπλι σήμερα δεν παίρνετ από μένα; (Ερωτόκριτος). 2. σχέδιο κεντήματος, ποίκιλμα, πλουμίδι: Το ρούχο είχε πάνω όμορφα ξόμπλια. 3. δείγμα, απόδειξη, τεκμήριο. 4. μτφ., κακολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξόμπλι — το (Μ ξόμπλι και ἐξόμπλιον, και ἐξέμπλον και ἐξέμπλιον και ἔξομπλον) παράδειγμα προς μίμηση, υπόδειγμα, πρότυπο νεοελλ. 1. σχέδιο που χρησιμεύει ως πρότυπο για τη διακόσμηση υφασμάτων, σχέδιο κεντήματος 2. διακόσμηση, ποίκιλμα, κέντημα, κεντίδι 3 … Dictionary of Greek
ξομπλιάζω — [ξόμπλι] 1. σκέπτομαι εντονότερα, μελετώ, σχεδιάζω 2. κοιτάζω, βλέπω, παρατηρώ με προσοχή («θωρώντας, πως η κόρη / τον ασπροφόρο ξόμπλιαζε, κι εκείνο πάντα θώρει», Ερωτόκρ.) 3. σχεδιάζω ποικίλματα 4. διακοσμώ, στολίζω κάτι με ξόμπλια 5. μτφ.… … Dictionary of Greek
εξόμπλιον — ἐξόμπλιον, το (Μ) βλ. ξόμπλι … Dictionary of Greek
κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… … Dictionary of Greek
μπαλασοξομπλισμένος — μπαλασοξομπλισμένος, η, ον (Μ) στολισμένος με ρουμπίνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπαλάσι(ον) «είδος ρουμπινιού» + ξομπλισμένος, μτχ. τού ξομπλι(ά)ζω «στολίζω»] … Dictionary of Greek
πλουμίδι — πλουμίδι, το και πλουμί, το στολίδι κεντητό ή ζωγραφιστό, ποίκιλμα, αλλιώς ξόμπλι, το: Έπαρε, πέρδικα, πλουμί κι εσύ τρυγόνα, πάσο (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)